- ύφος
- το / ὕφος, -εος και -ους, ΝΑμτφ. ο ατομικός τρόπος έκφρασης, ο προσωπικός τρόπος σύνθεσης τών λέξεων και φράσεων τόσο στον γραπτό όσο και στον προφορικό λόγονεοελλ.1. γλωσσ. ο τρόπος τής πλοκής τών λέξεων και προτάσεων, ο ιδιαίτερος ατομικός τρόπος έκφρασης στον προφορικό και γραπτό λόγο, το σύνολο τών ποικίλων γλωσσικών μέσων, τών γραμματικών και λεξιλογικών δομών που επιλέγει ή χρησιμοποιεί αυθόρμητα κανείς όταν μιλάει ή όταν γράφει2. ο ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης στη λογοτεχνία και σε κάθε άλλη τέχνη, στυλ3. η ψυχική διάθεση ενός ατόμου όπως εκδηλώνεται εξωτερικά και ιδίως όπως αποτυπώνεται στο πρόσωπο, προσδίδοντας σε αυτό μια ιδιαίτερη έκφραση («μελαγχολικό ύφος»)4. η εξωτερική εμφάνιση, το παρουσιαστικό («έχει ύφος μεγάλης γυναίκας»)αρχ.1. ύφασμα2. ιστός αράχνης3. δίχτυ («χέρσῳ καὶ πελάγει κοινά πλέκοντες ὕφη», Ανθ. Παλ.)4. (κυρίως σχετικά με αριθμούς) διευθέτηση σε σειρές.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. ὑφαίνω*].
Dictionary of Greek. 2013.